έμβρεγμα

έμβρεγμα
τό
1) фарм, водный экстракт; 2) насыщенность влагой; 3) компресс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "έμβρεγμα" в других словарях:

  • ἔμβρεγμα — lotion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμβρεγμα — το (Α ἔμβρεγμα) βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα νεοελλ. το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο τής εμβροχής …   Dictionary of Greek

  • ἐμβρεγμάτων — ἔμβρεγμα lotion neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρέγμασι — ἔμβρεγμα lotion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρέγματα — ἔμβρεγμα lotion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβροχή — (I) η (Α ἐμβροχή) 1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα νεοελλ. 1. η διήθηση τού δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό 2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της αρχ. έμβρεγμα, κομπρέσα. (II) ἐμβροχή, η (Α)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»